- οιστρηλατούμαι
- -ήθηκα, -ημένος, καταλαμβάνομαι από μανία, εμπνέομαι, διεγείρομαι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μυγιάζομαι — [μύγα] 1. (για ζώα) με πιάνει η μύγα, οιστρηλατούμαι («αυτό το βόιδι το μανό, π όσο βαθιά ρουχνίζει τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει», Βαλαωρ.) 2. (για πρόσ.) είμαι καχύποπτος, παρεξηγώ εύκολα τους άλλους επειδή θεωρώ πως ό,τι κι αν… … Dictionary of Greek
μυωπίζω — (ΑΜ) [μύωψ (II)] 1. (για ζώο) κεντώ με το σπιρούνι («μυωπίζειν τε καὶ μαστιγοῡν τὸν ἵππον», Ξεν.) 2. μτφ. παρακινώ, ερεθίζω, υποκινώ κάποιον έντονα αρχ. (το παθ.) μυωπίζομαι (για το άλογο και το βόδι) ενοχλούμαι, ερεθίζομαι από τον οίστρο,… … Dictionary of Greek
οιστρηλατώ — (ΑΜ οἰστρηλατῶ, έω) [οιστρήλατος] παθ. οιστρηλατούμαι, έομαι κυριεύομαι από οίστρο, κατέχομαι απο παράφορο πάθος, νιώθω έξαψη, εξαγριώνομαι νεοελλ. κάνω κάποιον να νιώσει έντονο ενθουσιασμό, εμπνέω αρχ. (για τον οίστρο) καθιστώ κάποιον παράφρονα … Dictionary of Greek